ένιοι

ένιοι
-εσν -α (Α ἔνιοι, -αι, -α)
νεοελλ.-αρχ.
μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων»
β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» — κάποια κοκκινίλα (Ξεν.)
β) «οὐ πᾱσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί θερμότητα κάθε κίνηση, αλλά κάποια κίνηση προκαλεί ψύχος, Αριστοτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔνια
ενίοτε, καμιά φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές πριν από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη συνεκφορά ἔνι οἵ, όπως και το ἐνίοτε < ἔνι ὅτε (πρβλ. εἴσιν οἵ, ἔστίν ὅτε). Η υπόθεση αυτή δεν έχει ισχυρή βάση, διότι το ενι ως παράλληλος τ. τού εστί μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, μολονότι το ενι στη θέση τού ἔνεστι χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. ἔνιοι εμφανίζει θ. ἕν- που απαντά στο εἷς (πρβλ. γερμ. einige «μερικοί» < ein «ένας, ενώ η ψίλωση θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνίοι — ἐνίοῑ , ἔνειμι sum pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιοι — some masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”